- ριζωρύχος
- ὁ, Α(για σχολαστικούς γραμματικούς) αυτός που σκάβει για να βρει τις ρίζες τών λέξεων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + -ωρύχος (< ὀρύσσω), πρβλ. μεταλλ-ωρύχος, τυμβ-ωρύχος. Το -ω- τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Dictionary of Greek. 2013.